- ἡδύκωμος
- ἡδύκωμοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδύκωμος — ἡδύκωμος, ὁ (Α)·1. ονομασία ενός είδους αυλήσεως 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + κώμος, ο «παρέα που διατελεί εν ευθυμία»] … Dictionary of Greek
κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι … Dictionary of Greek